μετακεράννυμι

μετακεράννυμι
μετακεράννυμι (Α)
1. αναμιγνύω χύνοντας υγρό από ένα δοχείο σε άλλο («εἰς καθαρὸν ἀγγεῑον ἐκ ῥυπαροῡ μετακεράσαντες», Πλούτ.)
2. μεταβάλλω τη φύση κάποιου («μετακεράννυσί σφισιν ἐκ τοῡ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + κεράννυμι «αναμιγνύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον …   Dictionary of Greek

  • μετακέρασμα — μετακέρασμα, τὸ (Α) [μετακεράννυμι] μίγμα θερμού και ψυχρού νερού …   Dictionary of Greek

  • συμμετακεράννυμι — Α συμμετακίρνημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετακεράννυμι «αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”