- μετακεράννυμι
- μετακεράννυμι (Α)1. αναμιγνύω χύνοντας υγρό από ένα δοχείο σε άλλο («εἰς καθαρὸν ἀγγεῑον ἐκ ῥυπαροῡ μετακεράσαντες», Πλούτ.)2. μεταβάλλω τη φύση κάποιου («μετακεράννυσί σφισιν ἐκ τοῡ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός», Παυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + κεράννυμι «αναμιγνύω»].
Dictionary of Greek. 2013.